- κωνιφερόφυτα
- ταβοτ. ομάδα γυμνόσπερμων φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωνοφόρος — ο, θηλ. και α (Α κωνοφόρος, ον) 1. αυτός που έχει ή παράγει κώνους 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κωνοφόρος το πεύκο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βοτ. τα κωνοφόρα η κυριότερη κατηγορία γυμνόσπερμων φυτών η οποία ανήκει στην κλάση κωνιφερόφυτα και… … Dictionary of Greek
ταξώδη — τα, Ν βοτ. τάξη γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην κλάση ή υποδιαίρεση κωνιφερόφυτα και η οποία περιλαμβάνει 5 γένη με 20 περίπου είδη αειθαλλών δένδρων και θάμνων που ταξινομούνται στην οικογένεια ταξίδες και απαντούν στο βόρειο, κυρίως,… … Dictionary of Greek
τούγια — και θούγια, η, Ν βοτ. γένος γυμνόσπερμων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπαρισσίδες τής τάξης κωνοφόρα τής κλάσης κωνιφερόφυτα και περιλαμβάνει 6 είδη ρητινοφόρων αειθαλών δένδρων και θάμνων τα οποία είναι ιθαγενή τής Βόρειας Αμερικής και τής… … Dictionary of Greek